θίγω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- θίγω < μεσαιωνική ελληνική θίγω < αρχαία ελληνική θιγγάνω (αόριστος β’: ἔθιγον) (σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική toucher)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈθi.ɣo/
Ρήμα
θίγω (παθητική φωνή: θίγομαι)
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | θίγω | έθιγα | θα θίγω | να θίγω | θίγοντας | |
| β' ενικ. | θίγεις | έθιγες | θα θίγεις | να θίγεις | θίγε | |
| γ' ενικ. | θίγει | έθιγε | θα θίγει | να θίγει | ||
| α' πληθ. | θίγουμε | θίγαμε | θα θίγουμε | να θίγουμε | ||
| β' πληθ. | θίγετε | θίγατε | θα θίγετε | να θίγετε | θίγετε | |
| γ' πληθ. | θίγουν(ε) | έθιγαν θίγαν(ε) |
θα θίγουν(ε) | να θίγουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | έθιξα | θα θίξω | να θίξω | θίξει | ||
| β' ενικ. | έθιξες | θα θίξεις | να θίξεις | θίξε | ||
| γ' ενικ. | έθιξε | θα θίξει | να θίξει | |||
| α' πληθ. | θίξαμε | θα θίξουμε | να θίξουμε | |||
| β' πληθ. | θίξατε | θα θίξετε | να θίξετε | θίξτε | ||
| γ' πληθ. | έθιξαν θίξαν(ε) |
θα θίξουν(ε) | να θίξουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω θίξει | είχα θίξει | θα έχω θίξει | να έχω θίξει | ||
| β' ενικ. | έχεις θίξει | είχες θίξει | θα έχεις θίξει | να έχεις θίξει | ||
| γ' ενικ. | έχει θίξει | είχε θίξει | θα έχει θίξει | να έχει θίξει | ||
| α' πληθ. | έχουμε θίξει | είχαμε θίξει | θα έχουμε θίξει | να έχουμε θίξει | ||
| β' πληθ. | έχετε θίξει | είχατε θίξει | θα έχετε θίξει | να έχετε θίξει | ||
| γ' πληθ. | έχουν θίξει | είχαν θίξει | θα έχουν θίξει | να έχουν θίξει |
| |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.