εξώθηση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η εξώθηση οι εξωθήσεις
      γενική της εξώθησης* των εξωθήσεων
    αιτιατική την εξώθηση τις εξωθήσεις
     κλητική εξώθηση εξωθήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, εξωθήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

εξώθηση < ελληνιστική κοινή ἐξώθησις

Ουσιαστικό

εξώθηση θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.