εξαίρεση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η εξαίρεση οι εξαιρέσεις
      γενική της εξαίρεσης* των εξαιρέσεων
    αιτιατική την εξαίρεση τις εξαιρέσεις
     κλητική εξαίρεση εξαιρέσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, εξαιρέσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

εξαίρεση < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐξαίρε(σις) (βγάλσιμο έξω) + -ση & σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική exception [1]

Προφορά

ΔΦΑ : /eˈkse.ɾe.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: εξαίρεση

Ουσιαστικό

εξαίρεση θηλυκό

  1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του εξαιρώ
  2. (πληροφορική) exception: σφάλμα, κατά την διάρκεια εκτέλεσης προγράμματος Η/Υ όταν ο κώδικας είναι συντακτικά σωστός, όπως όταν επιχειρείται διαίρεση με το μηδέν ή πληκτρολόγηση κειμένου σε αριθμητική μεταβλητή. Σφάλμα που δεν έχει προβλεφτεί η αντιμετώπισή του.

Εκφράσεις

  • κατ' εξαίρεσιν, κατ' εξαίρεση

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

Πηγές

  • εξαίρεση - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.