έξαλλος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | έξαλλος | η | έξαλλη | το | έξαλλο |
| γενική | του | έξαλλου | της | έξαλλης | του | έξαλλου |
| αιτιατική | τον | έξαλλο | την | έξαλλη | το | έξαλλο |
| κλητική | έξαλλε | έξαλλη | έξαλλο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | έξαλλοι | οι | έξαλλες | τα | έξαλλα |
| γενική | των | έξαλλων | των | έξαλλων | των | έξαλλων |
| αιτιατική | τους | έξαλλους | τις | έξαλλες | τα | έξαλλα |
| κλητική | έξαλλοι | έξαλλες | έξαλλα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- έξαλλος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἒξαλλος (διαφορετικός, ασυνήθιστος, θαυμαστός) [1] < ἐξ + ἄλλος [2]
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈe.ksa.los/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : έ‐ξαλ‐λος
Επίθετο
έξαλλος
- που έχει παρασυρθεί από εντονότατα συναισθήματα, ο εκτός εαυτού.
- ↪ έξαλλος από χαρά, το έξαλλο πλήθος τον ποδοπάτησε
- που χαρακτηρίζεται από υπερβολή, ο ξέφρενος
- ↪ τα έξαλλα πάθη οδηγούν σε φοβερές πράξεις
- αντισυμβατικός, προκλητικός ως προς το κοινωνικά αποδεκτό
- ↪ έξαλλο ντύσιμο
Συγγενικά
- έξαλλα (επίρρημα)
- εξαλλοσύνη
- εξαλλότητα
Αναφορές
- έξαλλος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.