χρεοκοπώ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- χρεοκοπώ < ελληνιστική κοινή χρεoκοπῶ ή χρεωκοπῶ, συνηρημέοι τύποι του χρεοκοπέω / χρεωκοπέω < αρχαία ελληνική χρέος / χρέως + κόπτω
Προφορά
- ΔΦΑ : /xɾe.o.koˈpo/
Ρήμα
χρεοκοπώ, πρτ.: χρεοκοπούσα, αόρ.: χρεοκόπησα, μτχ.π.π.: χρεοκοπημένος, χωρίς παθητική φωνή
- (αμετάβατο) φτάνω στην χρεοκοπία, κηρύσσω πτώχευση
- (μεταβατικό) οδηγώ κάποιον στην χρεοκοπία
- (αμετάβατο) (μεταφορικά) αποτυγχάνω κατά τρόπο ολοκληρωτικό
- χρεωκοπώ (και οι δύο γραφές από την ελληνιστική περίοδο)
Συνώνυμα
- βαράω κανόνι
- βαράω φαλιμέντο
- μπατιρίζω και μπατίρω
- πτωχεύω
- φαλιρίζω
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | χρεοκοπώ | χρεοκοπούσα | θα χρεοκοπώ | να χρεοκοπώ | χρεοκοπώντας | |
| β' ενικ. | χρεοκοπείς | χρεοκοπούσες | θα χρεοκοπείς | να χρεοκοπείς | ||
| γ' ενικ. | χρεοκοπεί | χρεοκοπούσε | θα χρεοκοπεί | να χρεοκοπεί | ||
| α' πληθ. | χρεοκοπούμε | χρεοκοπούσαμε | θα χρεοκοπούμε | να χρεοκοπούμε | ||
| β' πληθ. | χρεοκοπείτε | χρεοκοπούσατε | θα χρεοκοπείτε | να χρεοκοπείτε | χρεοκοπείτε | |
| γ' πληθ. | χρεοκοπούν(ε) | χρεοκοπούσαν(ε) | θα χρεοκοπούν(ε) | να χρεοκοπούν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | χρεοκόπησα | θα χρεοκοπήσω | να χρεοκοπήσω | χρεοκοπήσει | ||
| β' ενικ. | χρεοκόπησες | θα χρεοκοπήσεις | να χρεοκοπήσεις | χρεοκόπησε | ||
| γ' ενικ. | χρεοκόπησε | θα χρεοκοπήσει | να χρεοκοπήσει | |||
| α' πληθ. | χρεοκοπήσαμε | θα χρεοκοπήσουμε | να χρεοκοπήσουμε | |||
| β' πληθ. | χρεοκοπήσατε | θα χρεοκοπήσετε | να χρεοκοπήσετε | χρεοκοπήστε | ||
| γ' πληθ. | χρεοκόπησαν χρεοκοπήσαν(ε) |
θα χρεοκοπήσουν(ε) | να χρεοκοπήσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω χρεοκοπήσει | είχα χρεοκοπήσει | θα έχω χρεοκοπήσει | να έχω χρεοκοπήσει | ||
| β' ενικ. | έχεις χρεοκοπήσει | είχες χρεοκοπήσει | θα έχεις χρεοκοπήσει | να έχεις χρεοκοπήσει | ||
| γ' ενικ. | έχει χρεοκοπήσει | είχε χρεοκοπήσει | θα έχει χρεοκοπήσει | να έχει χρεοκοπήσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε χρεοκοπήσει | είχαμε χρεοκοπήσει | θα έχουμε χρεοκοπήσει | να έχουμε χρεοκοπήσει | ||
| β' πληθ. | έχετε χρεοκοπήσει | είχατε χρεοκοπήσει | θα έχετε χρεοκοπήσει | να έχετε χρεοκοπήσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν χρεοκοπήσει | είχαν χρεοκοπήσει | θα έχουν χρεοκοπήσει | να έχουν χρεοκοπήσει | ||
| Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (αμετάβατοι) | ||||||
| Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι χρεοκοπημένος - είμαστε, είστε, είναι χρεοκοπημένοι | |||||
| Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν χρεοκοπημένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν χρεοκοπημένοι | |||||
| Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι χρεοκοπημένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι χρεοκοπημένοι | |||||
| Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι χρεοκοπημένος - να είμαστε, να είστε, να είναι χρεοκοπημένοι | |||||
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.