εξαποδός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | εξαποδός | οι | εξαποδοί |
| γενική | του | εξαποδού | των | εξαποδών |
| αιτιατική | τον | εξαποδό | τους | εξαποδούς |
| κλητική | εξαποδέ | εξαποδοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- εξαποδός < εξαποδώ + -ός
Προφορά
- ΔΦΑ : /e.ksa.poˈðos/
Μεταφράσεις
εξαποδός
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.