εσωτερικά
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- εσωτερικά < εσωτερικ(ός) + -ά
Μεταφράσεις
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | τα | εσωτερικά | ||
| γενική | των | εσωτερικών | ||
| αιτιατική | τα | εσωτερικά | ||
| κλητική | εσωτερικά | |||
| Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
εσωτερικά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- ό,τι γίνεται στην επικράτεια ενός κράτους ή την αφορά
Κλιτικός τύπος επιθέτου
εσωτερικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του εσωτερικός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.