Ευρώπη

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική η Ευρώπη
      γενική της Ευρώπης
    αιτιατική την Ευρώπη
     κλητική Ευρώπη
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Η θέση της Ευρώπης στην υφήλιο.

Ετυμολογία

Ευρώπη < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική Εὐρώπη < πιθανόν από εὐρύς + ὤψ (αυτή που έχει μεγάλα μάτια) ή προελληνικής προέλευσης

Προφορά

ΔΦΑ : /eˈvɾo.pi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Ευρώπη

Κύριο όνομα

Ευρώπη θηλυκό

  1. το όνομα μιας από τις πέντε ηπείρους, μέρος της Ευρασίας
  2. (ελληνική μυθολογία) η κόρη του Φοίνικα και της Τηλέφασσας
  3. (αστρονομία) ο τέταρτος μεγαλύτερος φυσικός δορυφόρος του πλανήτη Δία

Συγγενικά

Σημειώσεις

Ευρασία: Ευρώπη - Ασία:

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.