Ευρώπη
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | Ευρώπη | ||
| γενική | της | Ευρώπης | ||
| αιτιατική | την | Ευρώπη | ||
| κλητική | Ευρώπη | |||
| Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

Η θέση της Ευρώπης στην υφήλιο.
Ετυμολογία
- Ευρώπη < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική Εὐρώπη < πιθανόν από εὐρύς + ὤψ (αυτή που έχει μεγάλα μάτια) ή προελληνικής προέλευσης
Προφορά
- ΔΦΑ : /eˈvɾo.pi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Ευ‐ρώ‐πη
Κύριο όνομα
Ευρώπη θηλυκό
- το όνομα μιας από τις πέντε ηπείρους, μέρος της Ευρασίας
- (ελληνική μυθολογία) η κόρη του Φοίνικα και της Τηλέφασσας
- (αστρονομία) ο τέταρτος μεγαλύτερος φυσικός δορυφόρος του πλανήτη Δία
Συγγενικά
- ανατολικοευρωπαϊκός
- αντευρωπαϊσμός
- αντιευρωπαϊκά
- αντιευρωπαϊκός
- αντιευρωπαϊσμός
- δυτικοευρωπαϊκός
- εξευρωπαΐζω
- εξευρωπαϊσμός
- Ευρασία
- ευρώ
- ευρωπαΐζω
- ευρωπαϊκά
- ευρωπαϊκός
- Ευρωπαία
- Ευρωπαίος
- ευρωπαϊσμός
- ευρωπαϊστής
- ευρωπαΐστρια
- ινδοευρωπαϊκός
- Ινδοευρωπαία
- Ινδοευρωπαίος
- πανευρωπαϊκά
- πανευρωπαϊκός
- Πανευρώπη
-
Ευρώπη στη Βικιπαίδεια

Σημειώσεις
-
Boundaries, Europe and Asia στην αγγλική Βικιπαίδεια
(τα σύνορα Ευρώπης και Ασίας)
Μεταφράσεις
η ήπειρος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.