Πανευρώπη
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | Πανευρώπη | ||
| γενική | της | Πανευρώπης | ||
| αιτιατική | την | Πανευρώπη | ||
| κλητική | Πανευρώπη | |||
| Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Πανευρώπη < παν- + Ευρώπη < μεταφραστικό δάνειο από τη γερμανική Paneuropa
Προφορά
- ΔΦΑ : /pa.neˈvɾo.pi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Πα‐νευ‐ρώ‐πη
Κύριο όνομα
Πανευρώπη θηλυκό
- (πολιτική, ιστορία, παρωχημένο) πρόταση ενοποίησης των κρατών της Ευρώπης σε μια οικονομική και πολιτική ομοσπονδία, που κατατέθηκε από τον ουγγρο-αυστριακό ιστορικό, συγγραφέα και πολιτικό κόμη Ρίχαρντ Κουντενχόβε-Καλέργκι στο πρώτο τέταρτο του 20ού αιώνα και ονομασία της ομόσπονδης ενότητας που θα προέκυπτε
- ※ Ο Κουντενχόβε αντιλαμβανόταν την ενότητα της Ευρώπης στην εξής βάση: «Διά μέσω της ρωσικής στρατοκρατικής Σκύλλας και της αμερικανικής οικονομολογικής Χαρύβδεως μικρός μόνον πορθμός φέρει εις καλυτέρους ορίζοντας. Και ο πορθμός ούτος ονομάζεται Πανευρώπη, όπερ σημαίνει αλληλοβοήθειαν διά της Ενώσεως της Ευρώπης εις μιαν πολιτικο-οικονομολογικήν ομοσπονδίαν». (*imerisia.gr)
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη Ευρώπη
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.