αντιευρωπαϊσμός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | αντιευρωπαϊσμός | οι | αντιευρωπαϊσμοί |
| γενική | του | αντιευρωπαϊσμού | των | αντιευρωπαϊσμών |
| αιτιατική | τον | αντιευρωπαϊσμό | τους | αντιευρωπαϊσμούς |
| κλητική | αντιευρωπαϊσμέ | αντιευρωπαϊσμοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αντιευρωπαϊσμός < αντι- + ευρωπαϊσμός
Ουσιαστικό
αντιευρωπαϊσμός αρσενικό
- τάση και στάση εναντίον της Ευρώπης ή της Ευρωπαϊκής Ένωσης
- Η Ανγκελα Μέρκελ μάς επισκέφθηκε τη στιγμή που φουντώνει ο αντιευρωπαϊσμός σ' ολόκληρη την Ευρώπη, ως αποτέλεσμα της αποτυχίας εφαρμογής του ευρωπαϊκού ιδεώδους. (*)
Συνώνυμα
Αντώνυμα
Συγγενικά
- αντιευρωπαϊκά
- αντιευρωπαϊκός
- → δείτε τις λέξεις αντί και Ευρώπη
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.