Φοίνικας
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | Φοίνικας | οι | Φοίνικες |
| γενική | του | Φοίνικα | των | Φοινίκων |
| αιτιατική | τον | Φοίνικα | τους | Φοίνικες |
| κλητική | Φοίνικα | Φοίνικες | ||
| Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈfi.ni.kas/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Φοί‐νι‐κας
Ετυμολογία 1
- Φοίνικας < αρχαία ελληνική Φοῖνιξ
Συγγενικά
Ετυμολογία
- Φοίνικας < φοίνικας
-
Φοίνικας στη Βικιπαίδεια

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.