δυτικοευρωπαϊκός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | δυτικοευρωπαϊκός | η | δυτικοευρωπαϊκή | το | δυτικοευρωπαϊκό |
| γενική | του | δυτικοευρωπαϊκού | της | δυτικοευρωπαϊκής | του | δυτικοευρωπαϊκού |
| αιτιατική | τον | δυτικοευρωπαϊκό | τη | δυτικοευρωπαϊκή | το | δυτικοευρωπαϊκό |
| κλητική | δυτικοευρωπαϊκέ | δυτικοευρωπαϊκή | δυτικοευρωπαϊκό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | δυτικοευρωπαϊκοί | οι | δυτικοευρωπαϊκές | τα | δυτικοευρωπαϊκά |
| γενική | των | δυτικοευρωπαϊκών | των | δυτικοευρωπαϊκών | των | δυτικοευρωπαϊκών |
| αιτιατική | τους | δυτικοευρωπαϊκούς | τις | δυτικοευρωπαϊκές | τα | δυτικοευρωπαϊκά |
| κλητική | δυτικοευρωπαϊκοί | δυτικοευρωπαϊκές | δυτικοευρωπαϊκά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- δυτικοευρωπαϊκός < δυτικός + ευρωπαϊκός ((μεταφραστικό δάνειο) (γερμανικά) westeuropäisch (de))
Επίθετο
δυτικοευρωπαϊκός, -η, -ο (επίρρημα: δυτικοευρωπαϊκά)
- που έχει σχέση, ανήκει ή αναφέρεται στη Δυτική Ευρώπη και τους κατοίκους της
Μεταφράσεις
δυτικοευρωπαϊκός
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.