δορυφόρος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο δορυφόρος οι δορυφόροι
      γενική του δορυφόρου των δορυφόρων
    αιτιατική τον δορυφόρο τους δορυφόρους
     κλητική δορυφόρε δορυφόροι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

δορυφόρος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική δορυφόρος < δόρυ + -φόρος (φέρω) και σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική satelliteαγγλική) [1]

Προφορά

ΔΦΑ : /ðo.ɾiˈfo.ɾos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: δορυφόρος

Ουσιαστικό

δορυφόρος αρσενικό

  1. (αστρονομία) ουράνιο σώμα που περιφέρεται γύρω από έναν πλανήτη
    η Σελήνη είναι ο φυσικός δορυφόρος της Γης
  2. ο τεχνητός δορυφόρος
    η χώρα μας έθεσε σε τροχιά τον τηλεπικοινωνιακό δορυφόρο HELLAS-SAT
  3. (μεταφορικά)
    1. (πολεοδομία)  δείτε τον όρο πόλη δορυφόρος
    2. (για κράτος, μειωτικό) → δείτε τον όρο κράτος δορυφόρος
  4. (ιστορία) που κρατά δόρυ, φρουρός ενός αξιωματούχου

Συγγενικά

 και δείτε τις λέξεις δόρυ και φέρω

Μεταφράσεις

Αναφορές



Αρχαία ελληνικά (grc)

 γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / δορυφόρος τὸ δορυφόρον
      γενική τοῦ/τῆς δορυφόρου τοῦ δορυφόρου
      δοτική τῷ/τῇ δορυφόρ τῷ δορυφόρ
    αιτιατική τὸν/τὴν δορυφόρον τὸ δορυφόρον
     κλητική ! δορυφόρε δορυφόρον
 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ δορυφόροι τὰ δορυφόρ
      γενική τῶν δορυφόρων τῶν δορυφόρων
      δοτική τοῖς/ταῖς δορυφόροις τοῖς δορυφόροις
    αιτιατική τοὺς/τὰς δορυφόρους τὰ δορυφόρ
     κλητική ! δορυφόροι δορυφόρ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ δορυφόρω τὼ δορυφόρω
      γεν-δοτ τοῖν δορυφόροιν τοῖν δορυφόροιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «τοξοβόλος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

δορυφόρος < δόρυ + -φόρος (φέρω)

Επίθετο

δορυφόρος, -ος, -ον

Ουσιαστικό

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική δορυφόρος οἱ δορυφόροι
      γενική τοῦ δορυφόρου τῶν δορυφόρων
      δοτική τῷ δορυφόρ τοῖς δορυφόροις
    αιτιατική τὸν δορυφόρον τοὺς δορυφόρους
     κλητική ! δορυφόρε δορυφόροι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  δορυφόρω
γεν-δοτ τοῖν  δορυφόροιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

δορυφόρος αρσενικό

  1. (ειδικότερα) σωματοφύλακας
  2. (για τη ρωμαϊκή κοινότητα) πραιτωριανός
  3. (μεταφορικά) που εξυπηρετεί τυφλά

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.