λεφτά
έτσι ώστε να υπάρχει ομοιομορφία με τις υπόλοιπες σελίδες. Παρακαλούμε βγάλτε αυτή την ετικέτα εάν θεωρείτε ότι η μορφή της σελίδας ταιριάζει με τα στάνταρντ του Βικιλεξικού. |
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | τα | λεφτά | ||
| γενική | των | λεφτών | ||
| αιτιατική | τα | λεφτά | ||
| κλητική | λεφτά | |||
| Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- λεφτά < λεπτά < πληθυντικός αριθμός του λεπτό (μικρό νόμισμα) [1][2]
Προφορά
- ΔΦΑ : /leˈfta/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : λε‐φτά
Ουσιαστικό
λεφτά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό, σπάνια στον ενικό (λεφτό)
Συγγενικά
- λεφτάς
- λεφτάκια
- λεφτουδάκια
- λεφτούλια
Εκφράσεις
- βγάζω αέρα λεφτά
- βγάζω λεφτά: κερδίζω χρήματα
- (είναι) πολλά τα λεφτά Άρη: λέγεται για να χαρακτηρίσει μια κατάσταση διαφθοράς
- κλαίω τα λεφτά (λεφτουδάκια) μου: λέγεται όταν θεωρούμε ότι δώσαμε τζάμπα λεφτά
- τα λεφτά σου ή τη ζωή σου: (κυρίως λόγια έκφραση για) απειλή κλέφτη
- τα πιάσαμε τα λεφτά μας ή τα βρήκαμε τα λεφτά μας:
- τζάμπα τα λεφτά
- τρέχουν τα λεφτά από τα μπατζάκια του: είναι πολύ πλούσιος
Μεταφράσεις
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
λεφτά
- γενική, αιτιατική και κλητική ενικού του λεφτάς
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του λεφτό
Αναφορές
- λεφτά - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- λεφτά - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.