money
Αγγλικά (en)
Ετυμολογία
- money < μέση αγγλική moneye / moneie < αγγλονορμανδική muneie < λατινική moneta < Moneta (προσωνύμιο της θεάς Juno / Ήρας, (κυριολεκτικά) σύμβουλος) < moneo < πρωτοϊταλική *moneō < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *monéyeti < *men- (σκέφτομαι)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈmʌni/ & /ˈmɐni/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : mon‐ey
Ουσιαστικό
money (en)
- το χρήμα, τα λεφτά
- ↪ He’s flush with cash.
- Είναι γεμάτος χρήμα.
- ↪ He doesn’t have a lot of money.
- Δεν έχει πολλά χρήματα.
- ↪ All of my money is in shares.
- Όλα τα χρήματα μου είναι σε μετοχές.
- ↪ Money is the root of all evil.
- Από το χρήμα ξεκινάνε όλα τα κακά.
- ↪ Robbers attacked a money delivery.
- Ληστές επιτέθηκαν σε χρηματαποστολή.
- ↪ He’s flush with cash.
- το νόμισμα
Πηγές
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.