πρέπει

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

πρέπει < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική πρέπει (είναι ταιριαστό), γ΄ ενικό του αρχαίου ρήματος πρέπω (απρόσωπη χρήση)[1][2]

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈpɾe.pi/
όταν προηγείται [n] όπως με το δεν: ΔΦΑ : /ˈðem‿ˈbɾe.pi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πρέπει

Ρήμα

πρέπει, πρτ.: έπρεπε, στ.μέλλ.: θα θα πρέπει, ελλειπτικό ρήμα χωρίς συνοπτικούς χρόνους (απρόσωπο ρήμα)

  1. υπάρχει ηθική υποχρέωση να γίνει κάτι
    Για να αποκτήσεις κάτι, πρέπει να το αγοράσεις.
    Δεν πρέπει να λες ψέματα.
  2. είναι απαραίτητο να γίνει κάτι
    Πρέπει να φας κάτι!
    Για να πετύχει το σκοπό της, έπρεπε να δουλέψει σκληρά.
  3. (επιρρηματικά) μάλλον, είναι σχεδόν βέβαιο ότι ισχύει κάτι
    Θα πρέπει να με θεωρείς ανόητο, για να περιμένεις να σε πιστέψω!
    Δεν πρέπει να έχει και πολλή αυτοπεποίθηση, είναι πάντα τόσο συγκρατημένος.

Συνώνυμα

  • επιβάλλεται
  • απαιτείται

Εκφράσεις

  • όπως πρέπει
  • ό,τι πρέπει

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Ρηματικός τύπος

πρέπει (ως προσωπικό)

Αναφορές

  1. πρέπει - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. πρέπει - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)



Αρχαία ελληνικά (grc)

Ρηματικός τύπος

πρέπει

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.