ζεστό χρήμα

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ζεστό χρήμα <  δείτε τις λέξεις ζεστός και χρήμα, - (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική hot money

Έκφραση

ζεστό χρήμα ουδέτερο

  1. (οικονομία): (μεταφορικά) χαρακτηρίζεται γενικά το χρήμα που εισπράττεται άμεσα για χρήση, είτε με δάνειο, είτε με επιχορήγηση η άλλο τρόπο.
  2. γενικότερα τα χρήματα που διακινούν οι χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί.

Συνώνυμα

  • καυτό χρήμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.