χρηματολάτρης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | χρηματολάτρης | οι | χρηματολάτρες |
| γενική | του | χρηματολάτρη | των | χρηματολατρών |
| αιτιατική | τον | χρηματολάτρη | τους | χρηματολάτρες |
| κλητική | χρηματολάτρη | χρηματολάτρες | ||
| Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- χρηματολάτρης < χρήμα + λατρεύω (σχηματίστηκε κατά το εικονολάτρης και ειδωλολάτρης)
Συνώνυμα
Μεταφράσεις
χρηματολάτρης
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.