χρηματαγορά
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | χρηματαγορά | οι | χρηματαγορές |
| γενική | της | χρηματαγοράς | των | χρηματαγορών |
| αιτιατική | τη | χρηματαγορά | τις | χρηματαγορές |
| κλητική | χρηματαγορά | χρηματαγορές | ||
| Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
χρηματαγορά θηλυκό
- η αγοραπωλησία χρήματος, που γίνεται συνήθως στο χρηματιστήριο
- το ίδιο το χρηματιστήριο
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη χρήμα
Μεταφράσεις
χρηματαγορά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.