χρηματαγορά

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η χρηματαγορά οι χρηματαγορές
      γενική της χρηματαγοράς των χρηματαγορών
    αιτιατική τη χρηματαγορά τις χρηματαγορές
     κλητική χρηματαγορά χρηματαγορές
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

χρηματαγορά < χρήμα + αγορά

Ουσιαστικό

χρηματαγορά θηλυκό

  1. η αγοραπωλησία χρήματος, που γίνεται συνήθως στο χρηματιστήριο
  2. το ίδιο το χρηματιστήριο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.