χρηματολαγνεία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | χρηματολαγνεία | οι | χρηματολαγνείες |
| γενική | της | χρηματολαγνείας | των | χρηματολαγνειών |
| αιτιατική | τη | χρηματολαγνεία | τις | χρηματολαγνείες |
| κλητική | χρηματολαγνεία | χρηματολαγνείες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- χρηματολαγνεία < χρηματο- + λαγνεία
Μεταφράσεις
χρηματολαγνεία
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.