χρηματιστηριακός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο χρηματιστηριακός η χρηματιστηριακή το χρηματιστηριακό
      γενική του χρηματιστηριακού της χρηματιστηριακής του χρηματιστηριακού
    αιτιατική τον χρηματιστηριακό τη χρηματιστηριακή το χρηματιστηριακό
     κλητική χρηματιστηριακέ χρηματιστηριακή χρηματιστηριακό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι χρηματιστηριακοί οι χρηματιστηριακές τα χρηματιστηριακά
      γενική των χρηματιστηριακών των χρηματιστηριακών των χρηματιστηριακών
    αιτιατική τους χρηματιστηριακούς τις χρηματιστηριακές τα χρηματιστηριακά
     κλητική χρηματιστηριακοί χρηματιστηριακές χρηματιστηριακά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

χρηματιστηριακός < χρηματιστήριο + -ικός

Επίθετο

χρηματιστηριακός -ή -ό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.