χρεία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η χρεία οι χρείες
      γενική της χρείας των χρειών
    αιτιατική τη χρεία τις χρείες
     κλητική χρεία χρείες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

χρεία < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική χρεία

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈxɾi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: χρεία
τονικό παρώνυμο: χροιά

Ουσιαστικό

χρεία θηλυκό

Μεταφράσεις

Πηγές



Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

χρεία < χράομαι < χράω (το χρησμοδοτώ, χρειάζομαι, χρησιμοποιώ)

Ουσιαστικό

χρεία θηλυκό (ιωνικός τύπος χρείη)

  1. η χρησιμότητα, η χρήση, η μεταχείριση
  2. οικειότητα, σχέση, φιλία
  3. η ανάγκη, η έλλειψη
  4. αναγκαστική ασχολία (π.χ. στρατιωτική υπηρεσία)
  5. υπόθεση
  6. φυσική ανάγκη

Συγγενικά

 και δείτε τις λέξεις χρή και χράω

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.