χρεία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | χρεία | οι | χρείες |
| γενική | της | χρείας | των | χρειών |
| αιτιατική | τη | χρεία | τις | χρείες |
| κλητική | χρεία | χρείες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- χρεία < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική χρεία
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈxɾi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : χρεί‐α
- τονικό παρώνυμο: χροιά
Ουσιαστικό
χρεία θηλυκό
- (λόγιο, λαϊκότροπο) η ανάγκη
- ※ Διονύσιος Σολωμός, Ὕμνος εἰς τὴν Ελευθερίαν, στροφή 10
Μοναχὴ τὸ δρόμο ἐπῆρες,
ἐξανάλθες μοναχή·
δὲν εἴν' εὔκολες οἱ θύρες
ἐὰν ἡ χρεία τὲς κουρταλῇ.
- ※ Διονύσιος Σολωμός, Ὕμνος εἰς τὴν Ελευθερίαν, στροφή 10
Μεταφράσεις
χρεία
|
Πηγές
- χρεία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
χρεία < χράομαι < χράω (το χρησμοδοτώ, χρειάζομαι, χρησιμοποιώ)
Ουσιαστικό
χρεία θηλυκό (ιωνικός τύπος χρείη)
- η χρησιμότητα, η χρήση, η μεταχείριση
- οικειότητα, σχέση, φιλία
- η ανάγκη, η έλλειψη
- αναγκαστική ασχολία (π.χ. στρατιωτική υπηρεσία)
- υπόθεση
- φυσική ανάγκη
Συγγενικά
Πηγές
- χρεία - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- χρεία - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.