χρηματοδοτώ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

χρηματοδοτώ < (διαχρονικό δάνειο) μεσαιωνική ελληνική χρηματοδοτῶ < αρχαία ελληνική χρῆμα + -δοτῶ (< δίδωμι). Μορφολογικά αναλύεται σε χρηματο- + -δοτώ

Προφορά

ΔΦΑ : /xɾi.ma.to.ðoˈto/
τυπογραφικός συλλαβισμός: χρηματοδοτώ

Ρήμα

χρηματοδοτώ, αόρ.: χρηματοδότησα, παθ.φωνή: χρηματοδοτούμαι, μτχ.π.ε.: χρηματοδοτούμενος, π.αόρ.: χρηματοδοτήθηκα, μτχ.π.π.: χρηματοδοτημένος

Συγγενικά

 και δείτε τις λέξεις χρήμα, δότης και δίνω

Κλίση

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.