χρήματα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | χρήμα | τα | χρήματα |
| γενική | του | χρήματος | των | χρημάτων |
| αιτιατική | το | χρήμα | τα | χρήματα |
| κλητική | χρήμα | χρήματα | ||
| Κατηγορία όπως «κύμα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- χρήματα < πληθυντικός αριθμός του χρήμα
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈxɾi.ma.ta/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : χρή‐μα‐τα
Ουσιαστικό
χρήματα ουδέτερο, πληθυντικός
Συνώνυμα
-
χρήμα στη Βικιπαίδεια

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.