χρηματαποστολή

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η χρηματαποστολή οι χρηματαποστολές
      γενική της χρηματαποστολής των χρηματαποστολών
    αιτιατική τη χρηματαποστολή τις χρηματαποστολές
     κλητική χρηματαποστολή χρηματαποστολές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

χρηματαποστολή < χρήμα + αποστολή

Ουσιαστικό

χρηματαποστολή θηλυκό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.