χρησιμεύω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

χρησιμεύω < αρχαία ελληνική χρησιμεύω με τη σημερινή έννοια < χρήσιμος

Προφορά

ΔΦΑ : /xɾi.siˈme.vo/

Ρήμα

χρησιμεύω

  1. είμαι χρήσιμος, έχω κάποια χρησιμότητα
    μια αναβολή δε χρησιμεύει σε τίποτα αυτή τη στιγμή
  2. με χρησιμοποιούν για να κάνουν κάτι
    σε τι χρησιμεύει αυτό το εργαλείο;

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.