χρήση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η χρήση οι χρήσεις
      γενική της χρήσης* των χρήσεων
    αιτιατική τη χρήση τις χρήσεις
     κλητική χρήση χρήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, χρήσεως
Κατηγορία όπως «λύση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

χρήση < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική χρῆσις < χρῶμαι < χρή

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈxɾi.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: χρήση

Ουσιαστικό

χρήση θηλυκό

  1. η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του χρησιμοποιώ
     συνώνυμα: χρησιμοποίηση
  2. (οικονομία) οι οικονομικές δραστηριότητες και δικαιώματα ενός έτους (ή άλλου χρονικού διαστήματος), ιδίως στα πλαίσια προϋπολογισμών και ισολογισμών

Εκφράσεις

  • μίας χρήσης: που προορίζεται για μία ή λίγες χρήσεις μετά από τις οποίες θα πεταχτεί, όπως πχ. τα ξυραφάκια μιας χρήσης

Συγγενικά

από την ετυμολογική οικογένεια της πρωτοϊνδοευρωπαϊκής ρίζας *ǵʰer- όπως στο αρχαίο χρή

 και δείτε τη λέξη χρηστός επίσης

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.