χρήσιμος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο χρήσιμος η χρήσιμη το χρήσιμο
      γενική του χρήσιμου της χρήσιμης του χρήσιμου
    αιτιατική τον χρήσιμο τη χρήσιμη το χρήσιμο
     κλητική χρήσιμε χρήσιμη χρήσιμο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι χρήσιμοι οι χρήσιμες τα χρήσιμα
      γενική των χρήσιμων των χρήσιμων των χρήσιμων
    αιτιατική τους χρήσιμους τις χρήσιμες τα χρήσιμα
     κλητική χρήσιμοι χρήσιμες χρήσιμα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

χρήσιμος < αρχαία ελληνική χρήσιμος[1] < χρή

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈxɾi.si.mos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: χρήσιμος

Επίθετο

χρήσιμος, -η, -ο, συγκριτικός: χρησιμότερος, υπερθετικός:  χρησιμότατος

  1. που έχει κάποια πρακτική χρήση, που μπορεί να χρησιμοποιηθεί επωφελώς για κάποιο σκοπό
  2. που αναμένεται να φέρει κάποια ωφέλεια, ωφέλιμος
  3. που βοηθά, βοηθητικός

Συγγενικά

 ετυμολογικό πεδίο 
χρησιμ- 

Εκφράσεις

Μεταφράσεις

Αναφορές



Αρχαία ελληνικά (grc)

γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική χρήσιμος χρησίμη
& χρήσιμος
τὸ χρήσιμον
      γενική τοῦ χρησίμου τῆς χρησίμης
& χρησίμου
τοῦ χρησίμου
      δοτική τῷ χρησίμ τῇ χρησίμ
& χρησίμ
τῷ χρησίμ
    αιτιατική τὸν χρήσιμον τὴν χρησίμην
& χρήσιμον
τὸ χρήσιμον
     κλητική ! χρήσιμε χρησίμη
& χρήσιμε
χρήσιμον
 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ χρήσιμοι αἱ χρήσιμαι
& χρήσιμοι
τὰ χρήσιμ
      γενική τῶν χρησίμων τῶν χρησίμων
& χρησίμων
τῶν χρησίμων
      δοτική τοῖς χρησίμοις ταῖς χρησίμαις
& χρησίμοις
τοῖς χρησίμοις
    αιτιατική τοὺς χρησίμους τὰς χρησίμᾱς
& χρησίμους
τὰ χρήσιμ
     κλητική ! χρήσιμοι χρήσιμαι
& χρήσιμοι
χρήσιμ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ χρησίμω τὼ χρησίμ
& χρησίμω
τὼ χρησίμω
      γεν-δοτ τοῖν χρησίμοιν τοῖν χρησίμαιν
& χρησίμοιν
τοῖν χρησίμοιν
Ο τύπος του θηλυκού σε -ος, λιγότερο συνηθισμένος.
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'ὕπατος' όπως «ὕπατος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

χρήσιμος < χρή + -σιμος

Επίθετο

χρήσῐμος, -η, -ον & / -ος, -ος, -ον, συγκριτικός: χρησιμώτερος, υπερθετικός:  χρησιμώτατος

  1. ωφέλιμος, που κάποιος τον χρησιμοποιεί συχνά
    χρήσιμόν ἐστι
  2. (για πολίτη) συνώνυμο του χρηστός
  3. (για νόμισμα) που είναι σε χρήση, που χρησιμοποιείται στις συναλλαγές
  4. (για διαθήκη) έγκυρος

Παράγωγα

Σύνθετα

  • χρησιμολογέω
  • χρησιμολογία

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.