πληρωμή
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | πληρωμή | οι | πληρωμές |
| γενική | της | πληρωμής | των | πληρωμών |
| αιτιατική | την | πληρωμή | τις | πληρωμές |
| κλητική | πληρωμή | πληρωμές | ||
| Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- πληρωμή < πληρώνω
Ουσιαστικό
πληρωμή θηλυκό
- η καταβολή χρημάτων σε εργαζόμενο ή για την αγορά αγαθών ή υπηρεσιών ή την εξόφληση οικονομικών υποχρεώσεων
- η είσπραξη της αμοιβής από κάποιον για εργασία που εκτέλεσε
- (μεταφορικά) η ανταπόδοση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.