χρηματομεσίτης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο χρηματομεσίτης οι χρηματομεσίτες
      γενική του χρηματομεσίτη των χρηματομεσιτών
    αιτιατική τον χρηματομεσίτη τους χρηματομεσίτες
     κλητική χρηματομεσίτη χρηματομεσίτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

χρηματομεσίτης < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

χρηματομεσίτης αρσενικό (θηλυκό χρηματομεσίτρια)

  • (επάγγελμα) λείπει ο ορισμός (ή οι ορισμοί)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.