χρηματόδεμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | χρηματόδεμα | τα | χρηματοδέματα |
| γενική | του | χρηματοδέματος | των | χρηματοδεμάτων |
| αιτιατική | το | χρηματόδεμα | τα | χρηματοδέματα |
| κλητική | χρηματόδεμα | χρηματοδέματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- χρηματόδεμα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
χρηματόδεμα ουδέτερο
- → λείπει ο ορισμός (ή οι ορισμοί)
Μεταφράσεις
χρηματόδεμα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.