κέρμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κέρμα τα κέρματα
      γενική του κέρματος των κερμάτων
    αιτιατική το κέρμα τα κέρματα
     κλητική κέρμα κέρματα
Κατηγορία όπως «κύμα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κέρμα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική κέρμα

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈceɾ.ma/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κέρμα

Ουσιαστικό

κέρμα ουδέτερο

  1. μικρό κομμάτι
  2. (νόμισμα) μεταλλικό νόμισμα (συνήθως μικρής αξίας)
  3. (κατ’ επέκταση) μικρό αντικείμενο που μοιάζει με μεταλλικό νόμισμα και έχει καθορισμένη αξία, συνήθως για τη χρήση αυτόματων μηχανισμών

Συγγενικά

Μεταφράσεις



Αρχαία ελληνικά (grc)

λείπει η κλίση

Ετυμολογία

κέρμα < κείρω  Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ουσιαστικό

κέρμα ουδέτερο

Παράγωγα

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.