λογιστικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο λογιστικός η λογιστική το λογιστικό
      γενική του λογιστικού της λογιστικής του λογιστικού
    αιτιατική τον λογιστικό τη λογιστική το λογιστικό
     κλητική λογιστικέ λογιστική λογιστικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι λογιστικοί οι λογιστικές τα λογιστικά
      γενική των λογιστικών των λογιστικών των λογιστικών
    αιτιατική τους λογιστικούς τις λογιστικές τα λογιστικά
     κλητική λογιστικοί λογιστικές λογιστικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

λογιστικός < αρχαία ελληνική λογιστικός

Επίθετο

λογιστικός

  1. που έχει σχέση με την λογιστική ή αναφέρεται σ’ αυτή
  2. που είναι ικανός ή κατάλληλος να κάνει υπολογισμούς

Συγγενικά

Πολυλεκτικοί όροι

(λογιστική)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.