χρηματοφυλάκιο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | χρηματοφυλάκιο | τα | χρηματοφυλάκια |
| γενική | του | χρηματοφυλάκιου & χρηματοφυλακίου |
των | χρηματοφυλάκιων & χρηματοφυλακίων |
| αιτιατική | το | χρηματοφυλάκιο | τα | χρηματοφυλάκια |
| κλητική | χρηματοφυλάκιο | χρηματοφυλάκια | ||
| Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
| Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- χρηματοφυλάκιο < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή χρηματοφυλάκιον (ταμείο, θησαυροφυλάκιο)
Μεταφράσεις
χρηματοφυλάκιο
|
Πηγές
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.