χρηματοφυλάκιο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το χρηματοφυλάκιο τα χρηματοφυλάκια
      γενική του χρηματοφυλάκιου
& χρηματοφυλακίου
των χρηματοφυλάκιων
& χρηματοφυλακίων
    αιτιατική το χρηματοφυλάκιο τα χρηματοφυλάκια
     κλητική χρηματοφυλάκιο χρηματοφυλάκια
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

χρηματοφυλάκιο < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή χρηματοφυλάκιον (ταμείο, θησαυροφυλάκιο)

Ουσιαστικό

χρηματοφυλάκιο ουδέτερο

  • (αρχαιοπρεπές) δερμάτινη θήκη για χρήματα, πορτοφόλι

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.