χρῆμα
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | τὸ | χρῆμᾰ | τὰ | χρήμᾰτᾰ |
| γενική | τοῦ | χρήμᾰτος | τῶν | χρημᾰ́των |
| δοτική | τῷ | χρήμᾰτῐ | τοῖς | χρήμᾰσῐ(ν) |
| αιτιατική | τὸ | χρῆμᾰ | τὰ | χρήμᾰτᾰ |
| κλητική ὦ! | χρῆμᾰ | χρήμᾰτᾰ | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | χρήμᾰτε | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | χρημᾰ́τοιν | ||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'κτῆμα' όπως «κτῆμα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
χρῆμα, -ατος ουδέτερο
- κάθε τι που είναι σημαντικά χρήσιμο, τα χρειαζούμενα
- ↪ τί χρῆμα; (για ποιο λόγο; σε τι χρησιμεύει αυτό; προς τι;)
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Θουκυδίδης, Ἱστορίαι, 6, 97.5
- ἐπαναχωρήσαντες φρούριον ἐπὶ τῷ Λαβδάλῳ ᾠκοδόμησαν, ἐπ᾽ ἄκροις τοῖς κρημνοῖς τῶν Ἐπιπολῶν, ὁρῶν πρὸς τὰ Μέγαρα, ὅπως εἴη αὐτοῖς, ὁπότε προΐοιεν ἢ μαχούμενοι ἢ τειχιοῦντες, τοῖς τε σκεύεσι καὶ τοῖς χρήμασιν ἀποθήκη.
- αποσύρθηκαν κι έκτισαν ένα φρούριο στο Λάβδαλον (στην άκρη του γκρεμού των Επιπολών) που έβλεπε προς τα Μέγαρα, ώστε να το χρησιμοποιούν για ν᾽ αποθέτουν το υλικό τους και τον ανεφοδιασμό τους κάθε φορά που θ᾽ απομακρύνονταν είτε για να δώσουν μάχη είτε για να χτίσουν τείχος.
- Μετάφραση (1965-1968): Άγγελος Σ. Βλάχος, Αθήνα:Γαλαξίας @greek‑language.gr
- ἐπαναχωρήσαντες φρούριον ἐπὶ τῷ Λαβδάλῳ ᾠκοδόμησαν, ἐπ᾽ ἄκροις τοῖς κρημνοῖς τῶν Ἐπιπολῶν, ὁρῶν πρὸς τὰ Μέγαρα, ὅπως εἴη αὐτοῖς, ὁπότε προΐοιεν ἢ μαχούμενοι ἢ τειχιοῦντες, τοῖς τε σκεύεσι καὶ τοῖς χρήμασιν ἀποθήκη.
- η περιουσία, τα υλικά αγαθά
- ※ 7ος πκε αιώνας ⌘ Ἡσίοδος, Ἔργα καὶ Ἡμέραι, 320
- χρήματα δ᾽ οὐχ ἁρπακτά· θεόσδοτα πολλὸν ἀμείνω·
- Τα πλούτη δεν πρέπει να τ᾽ αρπάζεις: αυτά που σου δίνει ο θεός πολύ καλύτερα είναι.
- Μετάφραση (2001): Σταύρος Γκιργκένης, Θεσσαλονίκη: Ζήτρος @greek‑language.gr
- χρήματα δ᾽ οὐχ ἁρπακτά· θεόσδοτα πολλὸν ἀμείνω·
- ※ 7ος πκε αιώνας ⌘ Ἡσίοδος, Ἔργα καὶ Ἡμέραι, 320
- αντίτιμο, αντάλλαγμα
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 3 (Θάλεια), 38.3
- Δαρεῖος ἐπὶ τῆς ἑωυτοῦ ἀρχῆς καλέσας Ἑλλήνων τοὺς παρεόντας εἴρετο ἐπὶ κόσῳ ἂν χρήματι βουλοίατο τοὺς πατέρας ἀποθνῄσκοντας κατασιτέεσθαι·
- ο Δαρείος, όταν ήταν βασιλιάς, κάλεσε τους Έλληνες που είχε γύρω του και τους ρώτησε με πόσα χρήματα θα δέχονταν να φάνε τους πατέρες τους όταν πέθαιναν·
- Μετάφραση (1992): Λεωνίδας Ζενάκος. Αθήνα:Γκοβόστης @greek‑language.gr
- Δαρεῖος ἐπὶ τῆς ἑωυτοῦ ἀρχῆς καλέσας Ἑλλήνων τοὺς παρεόντας εἴρετο ἐπὶ κόσῳ ἂν χρήματι βουλοίατο τοὺς πατέρας ἀποθνῄσκοντας κατασιτέεσθαι·
- ↪ τὰ ἱερὰ χρήματα τῆς Ἀθηναίης
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 3 (Θάλεια), 38.3
- (στον πληθυντικό) → δείτε τη λέξη χρήματα τα αγαθά, τα έπιπλα, η ακίνητη περιουσία και τα νομίσματα, ο θησαυρός που έχει συγκεντρωθεί σε έναν ναό
- το πράμα, συχνά για να εκφραστεί θαυμασμός, έκπληξη κλπ
- ※ 4ος πκε αιώνας ⌘ Ψευδοαριστοτέλης, Περὶ κόσμου, 1 @scaife.perseus
- Πολλάκις μὲν ἔμοιγε θεῖόν τι καὶ δαιμόνιον ὄντως χρῆμα ὦ Ἀλέξανδρε ἡ φιλοσοφία ἔδοξεν εἶναι
- ※ 4ος πκε αιώνας ⌘ Ψευδοαριστοτέλης, Περὶ κόσμου, 1 @scaife.perseus
- κάθε τι σε μεγάλο αριθμό, το πλήθος, ο σωρός, αλλά και το ασυνήθιστο σε όγκο, το παράδοξο, συνήθως με το "όσον"
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοφάνης, Ἱππῆς, στίχ. 1219 (1218-1220)
- οἴμοι, τῶν ἀγαθῶν ὅσων πλέα. | ὅσον τὸ χρῆμα τοῦ πλακοῦντος ἀπέθετο· | ἐμοὶ δ᾽ ἔδωκεν ἀποτεμὼν τυννουτονί.
- Βρε, βρε! Με πόσα καλούδια είναι φίσκα! | Πόσα κομμάτια απ᾽ την πίτα κράτησε για πάρτη του! | Και για μένα έκοψε ένα τοσοδούλι και μου το ᾽δωσε.
- Μετάφραση (2005): Ηλίας Σπυρόπουλος, Θεσσαλονίκη: Ζήτρος @greek‑language.gr
- οἴμοι, τῶν ἀγαθῶν ὅσων πλέα. | ὅσον τὸ χρῆμα τοῦ πλακοῦντος ἀπέθετο· | ἐμοὶ δ᾽ ἔδωκεν ἀποτεμὼν τυννουτονί.
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοφάνης, Πλοῦτος, στίχ. 894 (893-894)
- ἀρνεῖσθον; ἔνδον ἐστίν, ὦ μιαρωτάτω, | πολὺ χρῆμα τεμαχῶν καὶ κρεῶν ὠπτημένων.
- Αρνιόσαστε λοιπόν; | Νά, μέσα έχετε μπόλικα, ω βρομιάρηδες, παστόψαρα και κρέας καλοψημένο!
- Μετάφραση (1956): Κώστας Βάρναλης, Αθήνα: Ι. Ν. Ζαχαρόπουλος @greek‑language.gr
- ἀρνεῖσθον; ἔνδον ἐστίν, ὦ μιαρωτάτω, | πολὺ χρῆμα τεμαχῶν καὶ κρεῶν ὠπτημένων.
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοφάνης, Ἱππῆς, στίχ. 1219 (1218-1220)
- το συμβάν, το γεγονός
Εκφράσεις
(Χρειάζεται μεταφορά εκφράσεων στις σελίδες τους)
- χρημάτων πάντων : πάση θυσία, με κάθε τρόπο, ό,τι κι αν στοιχίσει
- ἀντὶ πάντων χρημάτων: και τι δεν θα' δινα για να μπορούσα ..., θα τα έδινα όλα για να... , θα έκανα τα πάντα για να μπορούσα...
- πᾶν χρῆμα ἐκίνεε: δεν άφησε πέτρα που να μην αναποδογυρίσει, κίνησε γη και ουρανό, έκανε τα πάντα, και τι δεν έκανε για να...
- ἐς ἀφανὲς χρήμα: προς άγνωστο σκοπό, στο άγνωστο, με αβεβαιότητα
- τί χρῆμα; ποίο το όφελος, ποιος είναι ο σκοπός; προς τι; πού το πάς; και τί χρῆμα δρᾷς; γιατί το έκανες;
- τί δ᾽ ἐστὶ χρῆμα; : τι τρέχει; τι θέμα έχουμε έχουμε εδώ;
- μάλιστα χρημάτων: περισσότερο από όλα, πάνω από όλα
- πάντων χρημάτων μέτρον ἄνθρωπος : απόφθεγμα με διαφορετική ερμηνεία ανάλογα με το αν κάποιος το δει από τη μεριά του Πρωταγόρα ή από του Πλάτωνα
Αναφορές
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
- χρῆμα - Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής - Αρχαία Ελληνική Γλώσσα και Γραμματεία - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2006‑2008. greek‑language.gr
- χρῆμα - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- χρῆμα - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.