χρηματοκρατία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η χρηματοκρατία οι χρηματοκρατίες
      γενική της χρηματοκρατίας των χρηματοκρατιών
    αιτιατική τη χρηματοκρατία τις χρηματοκρατίες
     κλητική χρηματοκρατία χρηματοκρατίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

χρηματοκρατία < μεσαιωνική ελληνική < χρήμα + κράτος

Ουσιαστικό

χρηματοκρατία θηλυκό

Σημειώσεις

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.