χαρτονόμισμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | χαρτονόμισμα | τα | χαρτονομίσματα |
| γενική | του | χαρτονομίσματος | των | χαρτονομισμάτων |
| αιτιατική | το | χαρτονόμισμα | τα | χαρτονομίσματα |
| κλητική | χαρτονόμισμα | χαρτονομίσματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
χαρτονόμισμα ουδέτερο
- χάρτινο νόμισμα που εκδίδεται από την κεντρική τράπεζα μιας χώρας ή ένωσης χωρών και έχει συγκεκριμένες διαστάσεις, παραστάσεις, κείμενο και χαρακτηριστικά που δεν επιτρέπουν την αντιγραφή του
Συνώνυμα
Μεταφράσεις
Αναφορές
- σελ. 1104, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.
