φόβος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | φόβος | οι | φόβοι |
| γενική | του | φόβου | των | φόβων |
| αιτιατική | τον | φόβο | τους | φόβους |
| κλητική | φόβε | φόβοι | ||
| Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- φόβος < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική φόβος (πανικός)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈfo.vos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : φό‐βος
Ουσιαστικό
φόβος αρσενικό
- το δυσάρεστο συναίσθημα που προκαλεί η συνειδητοποίηση ή η φαντασίωση ενός επικείμενου κινδύνου
- το δέος απέναντι σε ανώτερες υπερφυσικές δυνάμεις
- ↪ φόβος θεού
Συνώνυμα
Εκφράσεις
- για τον φόβο των Ιουδαίων
- φόβος και τρόμος
- ο φόβος φυλάει τα έρημα
- παγώνω απ' το φόβο μου, πάγωσε το αίμα μου
- φοβού τους Δαναούς και δώρα φέροντας
Συγγενικά
ετυμολογικό πεδίο
φοβ-
φοβ-
- -φοβία Νεοελληνικές λέξεις με επίθημα -φοβία στο Βικιλεξικό
- αθεόφοβος
- άφοβα (επίρρημα)
- αφοβέριστος
- αφόβητος
- αφοβία
- αφόβιστος
- άφοβος
- εκφοβίζω & συγγενικά
- έμφοβος
- επίφοβος
- ευθυνόφοβος
- θεοφοβούμενος
- καταφοβάμαι
- καταφοβίζω
- κατάφοβος
- ξενόφοβος
- περίφοβος
- φοβάμαι, φοβούμαι
- φοβέρα
- φοβερά
- φοβερίζω
- φοβέρισμα
- φοβερός
- φόβητρο
- φοβητσιάρης
- φοβητσιάρικος
- φοβία
- φοβίζω
- φοβικός & σύνθετα
- φοβισμένος
- φοβιστικός
-
φόβος στη Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις
Πηγές
- φόβος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | φόβος | οἱ | φόβοι |
| γενική | τοῦ | φόβου | τῶν | φόβων |
| δοτική | τῷ | φόβῳ | τοῖς | φόβοις |
| αιτιατική | τὸν | φόβον | τοὺς | φόβους |
| κλητική ὦ! | φόβε | φόβοι | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | φόβω | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | φόβοιν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- φόβος < (κληρονομημένο) πρωτοελληνική *pʰógʷos < θέμα φοβ-, μεταπτωτική βαθμίδα θέματος φεβ- που υπάρχει στο φέβομαι: πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *bʰógʷos < *bʰegʷ- (φεύγω, το σκάω) [1]
Παράγωγα
ετυμολογικό πεδίο
φοβ-
φοβ-
με θέμα φοβ-
- ἀεροφόβος
- ἀφοβέω
- ἀφόβητος
- ἀφοβία
- ἀφοβοποιός
- ἄφοβος
- ἀφοβόσπλαγχνος
- αἱμοφόβος
- ἀλειφόβιος
- ἀμφιφοβέομαι
- ἀμφιφοβέω
- ἀναφοβέω
- ἀντιφοβέω
- ἀποφοβέομαι
- Δηίφοβος
- διάφοβος
- δοιδυκοφόβα
- ἐκφοβέω
- ἐκφόβημα
- ἐκφόβησις
- ἐκφοβητικός
- ἐκφόβητρον
- ἔκφοβος
- ἐμφοβέω
- ἔμφοβος
- ἐπίφοβος
- θεόφοβος
- ἱπποφοβάς
- καταφοβέω
- κατάφοβος
- κρημνοφοβέομαι
- ὀνειρόφοβος
- παμφόβερος
- παντοφόβος
- πεφοβημένως
- περιφοβέομαι
- περιφοβέω
- περίφοβος
- πολύφοβος
- προεκφοβέω
- προεκφόβησις
- προφοβέομαι
- προφοβητικός
- προσεκφοβέω
- πυροφοβέω
- συμφοβέω
- ὑδροφόβας
- ὑδροφοβία
- ὑδροφοβιάω
- ὑδροφοβικός
- ὑδρόφοβος
- ὑπερφοβέομαι
- ὑπέρφοβος
- ὑπνοφόβης
- ὑποφοβέομαι
- ὑπόφοβος
- φοβερισμός
- φοβερίζω
- φοβεροδιακράτορες
- φοβεροειδής
- φοβεροότης
- φοβεροποιέω
- φοβερός
- φοβερότης
- φοβεροωπός
- φοβεροώψ
- φοβεσιστράτη
- φοβέστρατος
- φοβέω
- φόβημα
- φοβητέον
- φοβητέος
- φοβητικός
- φοβητός
- φόβητρον
- φοβίζω
- φοβοδιάκτορες
- φοβόδιψος
- φοβοειδής
- φοβοποιέω
- φοβοθεΐα
- ψυχροφόβος
- & φεβ- στο φέβομαι
Αναφορές
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
- φόβος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- φόβος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.