αθεόφοβος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αθεόφοβος η αθεόφοβη το αθεόφοβο
      γενική του αθεόφοβου της αθεόφοβης του αθεόφοβου
    αιτιατική τον αθεόφοβο την αθεόφοβη το αθεόφοβο
     κλητική αθεόφοβε αθεόφοβη αθεόφοβο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αθεόφοβοι οι αθεόφοβες τα αθεόφοβα
      γενική των αθεόφοβων των αθεόφοβων των αθεόφοβων
    αιτιατική τους αθεόφοβους τις αθεόφοβες τα αθεόφοβα
     κλητική αθεόφοβοι αθεόφοβες αθεόφοβα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

αθεόφοβος < α- + θεός + φόβος (κυριολεκτικά: αυτός που δε φοβάται το θεό)

Επίθετο

αθεόφοβος, -η, -ο

  1. χαρακτηρισμός για κάποιον που ξεπερνάει τα αποδεκτά όρια· μπορεί να εκφράζει είτε αποδοκιμασία είτε θαυμασμό
    βρε αθεόφοβε, τι ήταν πάλι αυτό που έκανες;

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.