φοβισμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | φοβισμένος | η | φοβισμένη | το | φοβισμένο |
| γενική | του | φοβισμένου | της | φοβισμένης | του | φοβισμένου |
| αιτιατική | τον | φοβισμένο | τη | φοβισμένη | το | φοβισμένο |
| κλητική | φοβισμένε | φοβισμένη | φοβισμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | φοβισμένοι | οι | φοβισμένες | τα | φοβισμένα |
| γενική | των | φοβισμένων | των | φοβισμένων | των | φοβισμένων |
| αιτιατική | τους | φοβισμένους | τις | φοβισμένες | τα | φοβισμένα |
| κλητική | φοβισμένοι | φοβισμένες | φοβισμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- φοβισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου φοβάμαι και φοβίζω
Προφορά
- ΔΦΑ : /fo.viˈzme.nos/
Μετοχή
φοβισμένος -η -ο
- που έχει φοβηθεί
- ※ Ο Κωνσταντής πήγε πίσω του φοβισμένος, χωρίς να καταλαβαίνει τι σημαίνουν αυτά. (Δημήτρης Χατζής, Ανυπεράσπιστοι)
- που διακατέχεται από φόβους, άτολμος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.