επίφοβος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο επίφοβος η επίφοβη το επίφοβο
      γενική του επίφοβου της επίφοβης του επίφοβου
    αιτιατική τον επίφοβο την επίφοβη το επίφοβο
     κλητική επίφοβε επίφοβη επίφοβο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι επίφοβοι οι επίφοβες τα επίφοβα
      γενική των επίφοβων των επίφοβων των επίφοβων
    αιτιατική τους επίφοβους τις επίφοβες τα επίφοβα
     κλητική επίφοβοι επίφοβες επίφοβα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

επίφοβος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐπίφοβος[1]

Επίθετο

επίφοβος, -η, -ο

  1. που προκαλεί φόβο εξαιτίας της επικινδυνότητάς του
  2. που δεν είναι ασφαλής λόγω του κινδύνου που ενέχει·
  3. (προφορικό) που κινδυνεύει να πεθάνει

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.