επίφοβος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | επίφοβος | η | επίφοβη | το | επίφοβο |
| γενική | του | επίφοβου | της | επίφοβης | του | επίφοβου |
| αιτιατική | τον | επίφοβο | την | επίφοβη | το | επίφοβο |
| κλητική | επίφοβε | επίφοβη | επίφοβο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | επίφοβοι | οι | επίφοβες | τα | επίφοβα |
| γενική | των | επίφοβων | των | επίφοβων | των | επίφοβων |
| αιτιατική | τους | επίφοβους | τις | επίφοβες | τα | επίφοβα |
| κλητική | επίφοβοι | επίφοβες | επίφοβα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- επίφοβος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐπίφοβος[1]
Επίθετο
επίφοβος, -η, -ο
- που προκαλεί φόβο εξαιτίας της επικινδυνότητάς του
- που δεν είναι ασφαλής λόγω του κινδύνου που ενέχει·
- (προφορικό) που κινδυνεύει να πεθάνει
Συνώνυμα
Μεταφράσεις
Αναφορές
- επίφοβος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.