περίφοβος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | περίφοβος | η | περίφοβη | το | περίφοβο |
| γενική | του | περίφοβου | της | περίφοβης | του | περίφοβου |
| αιτιατική | τον | περίφοβο | την | περίφοβη | το | περίφοβο |
| κλητική | περίφοβε | περίφοβη | περίφοβο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | περίφοβοι | οι | περίφοβες | τα | περίφοβα |
| γενική | των | περίφοβων | των | περίφοβων | των | περίφοβων |
| αιτιατική | τους | περίφοβους | τις | περίφοβες | τα | περίφοβα |
| κλητική | περίφοβοι | περίφοβες | περίφοβα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- περίφοβος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική περίφοβος < περί- + αρχαία ελληνική φόβος + -ος
Συνώνυμα
Μεταφράσεις
περίφοβος
|
|
Αρχαία ελληνικά (grc)
| → γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ/ἡ | περίφοβος | τὸ | περίφοβον | ||
| γενική | τοῦ/τῆς | περιφόβου | τοῦ | περιφόβου | ||
| δοτική | τῷ/τῇ | περιφόβῳ | τῷ | περιφόβῳ | ||
| αιτιατική | τὸν/τὴν | περίφοβον | τὸ | περίφοβον | ||
| κλητική ὦ! | περίφοβε | περίφοβον | ||||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ/αἱ | περίφοβοι | τὰ | περίφοβᾰ | ||
| γενική | τῶν | περιφόβων | τῶν | περιφόβων | ||
| δοτική | τοῖς/ταῖς | περιφόβοις | τοῖς | περιφόβοις | ||
| αιτιατική | τοὺς/τὰς | περιφόβους | τὰ | περίφοβᾰ | ||
| κλητική ὦ! | περίφοβοι | περίφοβᾰ | ||||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | περιφόβω | τὼ | περιφόβω | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | περιφόβοιν | τοῖν | περιφόβοιν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Πηγές
- περίφοβος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- περίφοβος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.