καταφοβέω

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

καταφοβέω < κατά + φοβέω

Ρήμα

καταφοβέω-ῶ και καταφοβέομαι-οῦμαι

  1. τρομάζω κάποιον πάρα πολύ, τον τρομοκρατώ, τον κάνει να φοβηθεί πολύ
  2. μεσοπαθητικό: τρομοκρατούμαι, φοβάμαι πολύ
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.