φοβέρα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | φοβέρα | οι | φοβέρες |
| γενική | της | φοβέρας | — | |
| αιτιατική | τη | φοβέρα | τις | φοβέρες |
| κλητική | φοβέρα | φοβέρες | ||
| Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
| Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
Ουσιαστικό
φοβέρα θηλυκό
- απειλή που εκτοξεύεται για να αποκτήσει ή να μη χάσει κάποιος τον έλεγχο
- «γιατί τά 'σκιαζε η φοβέρα και τα πλάκωνε η σκλαβιά» (Διονύσιος Σολωμός, Ὕμνος εἰς τὴν Ἐλευθερίαν (1823), 4η στροφή)
Εκφράσεις
- και ο άγιος φοβέρα θέλει (δεν επιτυγχάνεις το στόχο σου αν ο άλλος δεν νιώσει ότι μπορεί να υποστεί κάποιες συνέπειες από την άρνησή του να σε συνδράμει)
Αναφορές
- φοβέρα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.