ἀφοβία

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ἀφοβί αἱ ἀφοβίαι
      γενική τῆς ἀφοβίᾱς τῶν ἀφοβιῶν
      δοτική τῇ ἀφοβί ταῖς ἀφοβίαις
    αιτιατική τὴν ἀφοβίᾱν τὰς ἀφοβίᾱς
     κλητική ! ἀφοβί ἀφοβίαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἀφοβί
γεν-δοτ τοῖν  ἀφοβίαιν
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ.
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ἀφοβία < ἀ- + φόβος

Ουσιαστικό

ἀφοβία θηλυκό

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.