συνειδητοποίηση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η συνειδητοποίηση οι συνειδητοποιήσεις
      γενική της συνειδητοποίησης* των συνειδητοποιήσεων
    αιτιατική τη συνειδητοποίηση τις συνειδητοποιήσεις
     κλητική συνειδητοποίηση συνειδητοποιήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, συνειδητοποιήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

συνειδητοποίηση < συνειδητοποιώ + -ση

Ουσιαστικό

συνειδητοποίηση θηλυκό

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.