φοβίζω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

φοβίζω < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή φοβίζω < αρχαία ελληνική φοβέω, φοβῶ

Ρήμα

φοβίζω, αόρ.: φόβισα, μτχ.π.π.: φοβισμένος

  • προκαλώ σε κάποιον φόβο, τον κάνω να φοβάται, εμπνέω μια φοβία
    Μη λες στα παιδιά ότι δαγκώνουν οι σκύλοι και τα φοβίζεις
    Το βλέμμα του και τα λόγια του με φόβισαν -φοβάμαι μην κάνει καμιά τρέλα
    Δεν με φοβέρισε συνειδητά, αλλά με φόβισε

Σύνθετα

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.