φόβητρον

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

φόβητρον < φοβέω-ῶ

Ουσιαστικό

φόβητρον το

  1. το σκιάχτρο, κάτι τρομακτικό που φοβίζει
  2. πιθανόν οι εκφοβιστικές μάσκες του θεάτρου ή αποκλειστικά ίσως τα φίδια της ερινύας Τισιφόνης
    πέντε θεῶν σκευήν, Ἡρακλέους ῥόπαλον, Τισιφόνης τὰ φόβητρα, Ποσειδῶνος τριόδοντα, ὅπλον Ἀθηναίης, Ἀρτέμιδος φαρέτρην :έφεραν (στο θέατρο) τον εξοπλισμό πέντε θεών...

Συνώνυμα

Συγγενικά


This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.