φόβητρον
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
- φόβητρον < φοβέω-ῶ
Ουσιαστικό
φόβητρον το
- το σκιάχτρο, κάτι τρομακτικό που φοβίζει
- πιθανόν οι εκφοβιστικές μάσκες του θεάτρου ή αποκλειστικά ίσως τα φίδια της ερινύας Τισιφόνης
- πέντε θεῶν σκευήν, Ἡρακλέους ῥόπαλον, Τισιφόνης τὰ φόβητρα, Ποσειδῶνος τριόδοντα, ὅπλον Ἀθηναίης, Ἀρτέμιδος φαρέτρην :έφεραν (στο θέατρο) τον εξοπλισμό πέντε θεών...
Συνώνυμα
- κάτι φοβερόν
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.