φοβερίζω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- φοβερίζω < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή φοβερίζω < αρχαία ελληνική φοβερός
Προφορά
- ΔΦΑ : /fo.veˈɾi.zo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : φο‐βε‐ρί‐ζω
Ρήμα
φοβερίζω, αόρ.: φοβέρισα, χωρίς παθητικούς τύπους (σπάνιο φοβερίζομαι)
- εν γνώσει μου, συνειδητά, προκαλώ σε κάποιον τρόμο, ή φόβο, τον τρομάζω με κάτι συγκεκριμένο, τον απειλώ, τον φοβίζω για να τον ελέγξω
- ↪ Οι γονείς φοβερίζουν συχνά τα παιδιά, αλλά σπανίως υλοποιούν τις απειλές τους.
- ※ θέλει μονάχα, έχει δίκιο, να σας φοβερίσει λίγο, γιατι μαθές φέρατε αντίσταση στο φιλιωμό, θέλει να σας μαλώσει (Νίκος Καζαντζάκης, Αδελφοφάδες)
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | φοβερίζω | φοβέριζα | θα φοβερίζω | να φοβερίζω | φοβερίζοντας | |
| β' ενικ. | φοβερίζεις | φοβέριζες | θα φοβερίζεις | να φοβερίζεις | φοβέριζε | |
| γ' ενικ. | φοβερίζει | φοβέριζε | θα φοβερίζει | να φοβερίζει | ||
| α' πληθ. | φοβερίζουμε | φοβερίζαμε | θα φοβερίζουμε | να φοβερίζουμε | ||
| β' πληθ. | φοβερίζετε | φοβερίζατε | θα φοβερίζετε | να φοβερίζετε | φοβερίζετε | |
| γ' πληθ. | φοβερίζουν(ε) | φοβέριζαν φοβερίζαν(ε) |
θα φοβερίζουν(ε) | να φοβερίζουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | φοβέρισα | θα φοβερίσω | να φοβερίσω | φοβερίσει | ||
| β' ενικ. | φοβέρισες | θα φοβερίσεις | να φοβερίσεις | φοβέρισε | ||
| γ' ενικ. | φοβέρισε | θα φοβερίσει | να φοβερίσει | |||
| α' πληθ. | φοβερίσαμε | θα φοβερίσουμε | να φοβερίσουμε | |||
| β' πληθ. | φοβερίσατε | θα φοβερίσετε | να φοβερίσετε | φοβερίστε | ||
| γ' πληθ. | φοβέρισαν φοβερίσαν(ε) |
θα φοβερίσουν(ε) | να φοβερίσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω φοβερίσει | είχα φοβερίσει | θα έχω φοβερίσει | να έχω φοβερίσει | ||
| β' ενικ. | έχεις φοβερίσει | είχες φοβερίσει | θα έχεις φοβερίσει | να έχεις φοβερίσει | ||
| γ' ενικ. | έχει φοβερίσει | είχε φοβερίσει | θα έχει φοβερίσει | να έχει φοβερίσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε φοβερίσει | είχαμε φοβερίσει | θα έχουμε φοβερίσει | να έχουμε φοβερίσει | ||
| β' πληθ. | έχετε φοβερίσει | είχατε φοβερίσει | θα έχετε φοβερίσει | να έχετε φοβερίσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν φοβερίσει | είχαν φοβερίσει | θα έχουν φοβερίσει | να έχουν φοβερίσει |
| |
Πηγές
- φοβερίζω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
- (ελληνιστική κοινή) → ζητούμενο λήμμα
Πηγές
- φοβερίζω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.