Δηίφοβος

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

Δηίφοβος < λείπει η ετυμολογία

Κύριο όνομα

Δηίφοβος αρσενικό


Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

Δηίφοβος < λείπει η ετυμολογία

Κύριο όνομα

Δηίφοβος αρσενικό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.